ψηφολέκτης

ψηφολέκτης
ο счётчик голосов (при выборах)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ψηφολέκτης" в других словарях:

  • ψηφολέκτης — ο, Ν άτομο που ενεργεί την διαλογή και την καταμέτρηση τών ψήφων μετά την ψηφοφορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψήφος + λέκτης (< λέγω με σημ. «συλλέγω»), πρβλ. πεζο λέκτης. Η λ. μαρτυρείται στα Πρακτικά τής Εθνοσυνελεύσεως τού 1843] …   Dictionary of Greek

  • ψηφολέκτης — ο αυτός που ασχολείται με την καταμέτρηση των ψήφων μετά την ψηφοφορία, αυτός που κάνει τη διαλογή των ψήφων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψήφος — η / ψῆφος, ΝΜΑ, και ψήφος, ο, Ν, και δωρ. τ. ψᾱφος Α καθένα από τα λίθινα κατά την αρχαιότητα ή μολύβδινα κατά τους νεώτερους χρόνους σφαιρίδια τα οποία έριχναν σε ειδική κάλπη οι μετέχοντες σε ψηφοφορία (α. «πήρε πέντε χιλιάδες ψήφους» β. «τῶν… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»